- πολύφατος
- -ον, Α1. αυτός για τον οποίο γίνεται πολύς λόγος, περίφημος, διαβόητος2. έξοχος, εξαίρετος («ὅθεν ὁ πολύφατος ὕμνος ἀμφιβάλλεται σοφῶν μητίεσσι», Πίνδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + φατός (< φημί), πρβλ. θεό-φατος].
Dictionary of Greek. 2013.